ΓΙΑ ΝΑ ΛΟΓΑΣΑΙ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΧΟΡΕΥΕΙΣ,ΝΑ ΦΟΡΑΣ ΕΝΑ ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΑΥΤΟΚΟΛΛΗΤΟ ΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΣΟΥ...ΜΑΘΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ,ΜΑΘΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ,ΒΑΔΙΣΕ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΔΙΑΡΚΕΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΤΟΥΣ..ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ,ΣΤΟ ΑΙΜΑ,ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥΣ..ΚΛΕΙΣΕ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΒΑΘΕΙΑ,ΤΗΝ ΙΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΑΣΕ ΝΑ ΣΕ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ,ΣΤΗΝ ΑΓΝΟΤΗΤΑ,ΣΤΗ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΕΡΑΚΛΗΚΙΑ ΠΟΥ ΑΛΛΟΣ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Η συνεισφορά των Κρητών στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα Β’ Μέρος

Η επίθεσις εναντίον του Σάλεσι ωρίσθη δια την πρωΐαν της 17 Απριλίου1914. Τη νύχτα της 16 προς την 17 Απριλίου, ο Γενικός Αρχηγός Σ. Αναγνωστάκης διέταξε τα σώματα Γ. Αναγνωστάκη, Στυλ. Κριαρά και Μ. Παπίλαρη με 180 άνδρες και κατέλαβον, έρποντα, τα δασώδη πρανή του χωρίου Σάλεσι, χωρίς να έλθουν εις επαφήν με τους εις απόστασιν μόνον 500 μέτρων ωχυρωμένους Αλβανούς.
Την 3ην πρωινήν της 17 Απριλίου εδόθη το σύνθημα της μάχης με δύο κανονιές και αμέσως άναψε το τουφεκίδι και από τας δύο παρατάξεις. Αμύνονται γενναιότατα οι Αρβανίτες, αλλά, παρά την αντίστασίν των, την 11ην ώραν εδόθη διαταγή να εξορμήσουν οι άνδρες των σωμάτων Κριαρά, Αναγνωστάκη και Παπίλαρη, και αμέσως ερρίφθησαν εναντίον των θέσεων των Αλβανών 180 Κρητικά παλληκάρια και σε μισή ώρα σαρώνουν τας θέσεις των Αλβανών και παρά την πείσμονα αντίστασίν των, καταλαμβάνουν τας θέσεις των και η γαλανόλευκη με τον δικέφαλον αετό κυματίζει εκεί που προ ολίγης ώρας ήτο η Αλβανική. Μάταια αγωνίζεται ο Αρχηγός των Αλβανών Μουχεντίν Μπέης Προντάνης, από τα ακραία σπίτια του Σάλεσι, να συγκρατήση τους ηρωικούς Κρήτας, και παρά την ηρωικήν και πείσμονα άμυνάν του, περιεκυκλώθη και αιχμαλωτίσθη. Μετά δε την αιχμαλωσίαν του, οι Αλβανοί αφήνουν 15 νεκρούς επί τόπου, παίρνουν μαζί των άλλους τόσους τραυματίας και υποχωρούν. Η μάχη ευρίσκεται εν εξελίξει επί όλης της γραμμής Άριζα – Λέσνια – Ραδεμίστι – Σγουραλέτσι, με καταφανή την υπεροχήν των Κρητών. Παρ’ όλην την πείσμονα και γενναίαν αντίστασιν των Αλβανών, οι Αλβανοί εκτοπίζονται αλληλοδιαδόχως από τα οχυρά των. Τα διάφορα τμήματά των, μετά την αιχμαλωσίαν του αρχηγού των, δεν έχουν συντονισμόν αμύνης, άλλα ούτε αλληλοβοηθούνται και περιορίζονται εις αυτοάμυναν, ώστε το έν μετά το άλλο αποδεκατίζονται ή και εξοντώνονται

και τελικώς πανικόβλητα τρέπονται εις άτακτον φυγήν.
Ο Γενικός Αρχηγός των Κρητών, δια να μη δώση καιρόν εις τους Αλβανούς να ανασυνταχθούν, έγραψεν επειγόντως εις την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Λασκοβικίου ότι: «Επήλθε πλήρης εξάρθρωσις της αμύνης των Αλβανών και θα είναι έγκλημα να μη επωφεληθώμεν της νίκης, και παρά τας διαταγάς της Σεβαστής Κυβερνήσεως και τα συμπεφωνημένα, συνεχίζω την καταδίωξιν του πανικοβλήτου εχθρού, αναλαμβάνων ολόκληρον την ευθύνην».
Την επομένην 19 Απριλίου, κατελήφθη η Ερσέκα και εκεί ελήφθη ημερησία διαταγή της στρατιωτικής Διοικήσεως Λεσκοβικίου, δι’ ής εξεφράζοντο «τα συγχαρητήριά της, δια την εκτόπισιν του εχθρού εκ των οχυρών θέσεων, ας ούτος κατείχε» και συγχρόνως ανετίθετο η στρατιωτική διοίκησις του αυτονομικού Στρατού, της γραμμής των πρόσω, εις τον Γενικόν Αρχηγόν των Κρητών Σήφην Αναγνωστάκην.
Την 20ην Απριλίου διατάσσεται νέα εξόρμησις και καταλαμβάνονται το Γκοστιβίτσι, η Σελινίτσα, το Κινόμι, η Μπέζιανι και η Μπούτκα, η πατρίδα του αιμοβόρου ληστάρχου και καταστροφέως της Μοσχοπόλεως, Σαλή Μπούτκα, κατόπιν αιματηρών μαχών.
Αρχίζουν να σπανίζουν τα πυρομαχικά και μάταια, ο Αναγνωστάκης, ζητεί από τον στρατιωτικόν Διοικητήν Λιασκοβικίου, ενισχύσεις και πυρομαχικά. Πέντε ημερονύκτια μάχονται τα Κρητικά σώματα, αβοήθητα από τα άλλα εθελοντικά τμήματα που ευρίσκονται περί το Δρεβεμίστι, την Πέστανη και το Κοβατσίστι.
Την 24ην Απριλίου 1914 τα Κρητικά σώματα, μαχόμενα, εισέρχονται εις τα άγρια στενά του Κριάρι, ανακόπτεται όμως η προέλασίς των από διπλασίους Αλβανούς, ενισχυθέντας με 400 χωροφύλακας υπό Ολλανδούς αξιωματικούς, οι οποίοι κατώρθωσαν να απωθήσουν τους ημετέρους. «Εκεί επάνω, γράφει ο δημοσιογράφος Σπ. Λαμπρίδης, εις τα απρόσιτα φαράγγια της εισόδου των στενών του Κριάρι, συνάπτεται μια από τις φονικώτερες μάχες του Ηπειρωτικού αγώνος. Ο Αναγνωστάκης παίρνει στα χέρια την σημαία του Σώματος και αντεπιτίθεται μαζί, με ολόκληρον την εφεδρεία και με τους αρχηγούς Μανούσο Παπίλαρη, Παύλο Δασκαλάκη, Γεώργη Αναγνωστάκη και Στυλ. Κριαρά, κατά των επερχομένων με αλλαλαγμούς αλβανικών ορδών. Πολεμούν παλληκαρίσια οι Κρητικοί και δεκατίζουν τους αγρίους Αλβανούς από τα Βακουφοχώρια και την Οστροβίτσα. Πίπτουν όμως την 23ην Απριλίου εις την μάχην Σελινιτσα – Μπούτκα οι θρυλικοί ήρωες Νίκος Μαναρώλης, Μακεδονομάχος αρχηγός και το αγγελόμορφο αρχοντόπουλο των Σφακίων ο Χαράλαμπος Δασκαλογιάννης, φοιτητής, ανεψιός του Αρχηγού Αναγνωστάκη, απόγονος του Δασκαλογιάννη, του Αρχηγού της Επαναστάσεως του 1770 και εκ μητρός δισέγγονος του ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας Καρατζά. Εις την αιματηράν μάχην παρά τα Στάρια και την Στίκαν την 23ην Απριλίου, έπεσαν και ο ηρωϊκός αρχηγός Γεώργιος Σκορδίλης, ο υπαρχηγός Γρηγ. Νικηφοράκης και οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Παπίλαρης, Παπαδάκης, Μ. Παντουβάς και Λεοντιάδης. Ετραυματίσθησαν οι οπλαρχηγοί Μαντυλαράς, Αντων. Αλευράκης, ο αρχηγός καπετάν Μανούσος Κάπρης και Β. Ηπειρώτης ιατρός Γρηγόριος Κιτσάκης από την Πολίτσανη, και ο υπαρχηγός του σώματος Γ. Αναγνωστάκης, Ρούσος Πωλογεώργης, βραδύτερον υποκύψας εις τα τραύματά του. Εφονεύθησαν 2 έτι εκ Σελίνου, ο Ι. Καβρός εξ Αμαρίου και ετραυματίσθησαν ο Εμμ. Μαντωνάκης και Ε. Φαλκωνάκης. Αλλά και αι απώλειαι των Αλβανών είναι πολύ βαρύτεραι και παρά τας ενισχύσεις που τους έρχονται, το ηθικόν των δεν αναπτερώνεται και ο πανικός εις τους πληθυσμούς που φεύγουν προς την Κορυτσά, αναγκάζει την Αλβανικήν Κυβέρνησιν να ζητήση την 2αν Απριλίου, διά της διεθνούς Επιτροπής, ανακωχήν, την οποίαν η Κυβέρνησις του Αργυροκάστρου απεδέχθη, και δι’ επειγόντος τηλεγραφήματος, διετάχθη η παύσις του πυρός εις όλα τα μέτωπα.
Ηκολούθησεν η σύσκεψις της Κερκύρας και υπογραφή πρωτοκόλλου, υπογραφέντος την 17ην Μαΐου 1914, δι’ ού ανεγνωρίζεται η Βόρειος Ήπειρος Αυτόνομος.
Ο Κωνσταντίνος Ρέντης, αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν Αργυροκάστρω το 1914, γράφει: «Τέλος Οι Αλβανοί ηττήθησαν εις τον καζάν της Κολώνιας (Ερσέκα) και ηναγκάσθησαν να ζητήσουν ανακωχήν κ.λπ.» (Λεξικόν Ελευθερουδάκη Τ.Α.’ σελ. 710).
Ο δε υπουργός των Στρατιωτικών της Β. Ηπείρου αείμνηστος Δ. Δούλης διεκήρυξεν ότι «τα εθελοντικά σώματα των Κρητών εις τον τομέα Λεσκοβικίου – Κολώνιας, έσωσαν την κατάσταση, και συνέβαλαν εις τον θρίαμβον των Ηπειρωτικών όπλων κατά τον επικόν απελυθερωτικόν αγώνα του 1914 και ηνάγκασαν τους Αλβανούς να ζητήσουν ανακωχήν ήν ηκολούθησε το πρωτοκολλον της Κερκύρας με αναγνώρισιν της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου (Εφημ. Β. Ηπειρωτικός Αγών αριθμ. φ.2, Αθήναι 1 Ιουνίου 1957, δημοσίευσις Σπ. Λαμπρίδου δημοσιογράφου με τίτλον «Η μάχη των Κρητών εις το Σάλεσι Κολώνιας»).
Και ο ανταποκριτής της εφημερίδος «Εμπρός» έγκριτος δημοσιογράφος και αγωνιστής διοικητής λόχου, πλέκων το εγκόμιον των Κρητών, γράφει, ότι «δικαίως η μάχη του Σάλεσι ωνομάσθη «μάχη των Κρητών» (Εφημ. «Β. Ηπειρωτικός Αγών», ένθ’ ανωτέρω). Κατά το διάστημα της ανακωχής εδόθη καιρός εις την στρατιωτικήν διοίκησιν Κορυτσάς, την οποίαν από των αρχών Απριλίου ανέλαβεν ο Γ. Τσόντος, ο θρυλικός Καπετάν Βάρδας, να ενισχύση τον τομέα με προσχωρήσεις εις τον αγώνα πολλών νέων εθελοντών εκ Κρήτης και από τα άλλα τμήματα της Ελευθέρας Ελλάδος. Εις το στρατόπεδον του θρυλικού Καπετάν Βάρδα συγκεντρώθησαν δοξασμένοι μακεδονομάχοι και αρχηγοί των αγώνων 1912-13, οι Ιωάννης Καραβίτης, Βασίλειος Ξήρουχας, Μιχάλης Τσόντος, Ιωάννης Βρανάς, Παύλος Γύπαρης, Ιωάννης Τσόντος, Παύλος Πάτερος, Κ. Παπαδόκωστας, Ν. Καραβάρης, Μανώλης και Νικόλαος Μίγκλης, Ιωάννης Κελαϊδής, οι αδελφοί Γεώργης, Μανώλης και Σπύρος Σπυριδογιαννάκης, Ι. Μενεγάκης, Μανώλης Κουρκούτης, Ρούσος Βουρδουμπάς, Μιχ. Μελαδάκης, Ε. Γεωργακάκης, Ανδρ. Γύπαρης, Φρ. Μανουσάκης, Αντ. Τωράκης, Μυλωνάκης, Ι. Ζαχαράκης, Νικ. Ψαρρός και Νικ. Γεωργακάκης. Κατά το διάστημα της ανακωχής, επεισόδια σποραδικά και μικροσυμπλοκαί ελάμβανον χώραν μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων χωρίς να είναι δυνατόν να αποφευχθούν και διαδοχικώς κατελήφθησαν επίκαιροι θέσεις, αποσκοπούσαι να βοηθήσουν την εναντίον της Κορυτσάς επίθεσιν.
Την 20ήν Ιουνίου αι Μ. Δυνάμεις ανεκοίνωσαν εις την Κυβέρνησιν του Αργυροκάστρου ότι εγκρίνουν το Πρωτόκολλον της Κερκύρας. Και ο Βάρδας, δια να μη μείνη εκτός της Αυτονομουμένης Ηπείρου, η Κορυτσά ενήργησε την εναντίον της πόλεως επίθεσιν και την 8ην πρωινήν της 24 Ιουνίου τον κατέλαβεν εξ εφόδου. Υπό τους χαρμοσύνους κώδωνας των εκκλησιών και τας ζητοκραυγάς των κατοίκων υψώθη η κυανόλευκος με τον δικέφαλον αετόν της Αυτον. Β. Ηπείρου και έληξεν ικανοποιητικώς ο ένδοξος αγών. "Διαβάστε περισσότερα".